- ηλεκτριστικός
- η , ό[ν]1) электризующий; 2) перен. возбуждающий, зажигательный (о речах и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτριστικός — ή, ό 1. αυτός που ηλεκτρίζει, που προκαλεί ηλεκτρισμό 2. διεγερτικός, ενθουσιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek